- συνεργατικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατικήσυνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].
Dictionary of Greek. 2013.